λαναρίζω

λαναρίζω
[λανάρι]
ξαίνω μαλλί με τη λανάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαναρίζω — λαναρίζω, λανάρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: λαναρίζω : σπάνια η παθητική φωνή (λαναρίζομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαναρίζω — λανάρισα, επεξεργάζομαι μαλλί με λανάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλανάριστος — η, ο 1. (για το μαλλί) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο άξαστος 2. (για το λινοκαλάμι) ακαθάριστος, αξεφλούδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λαναριστός < λαναρίζω] …   Dictionary of Greek

  • ανακνάπτω — ἀνακνάπτω (Α) κάνω κάτι να φαίνεται σαν καινούργιο, τό επιδιορθώνω ή τό παρουσιάζω με άλλη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κνάπτω «ξαίνω ή λαναρίζω μαλλί, κατεργάζομαι ή καθαρίζω ύφασμα»] …   Dictionary of Greek

  • αναφουφουδιάζω — κ. λιάζω 1. ανοίγω λίγο τα φτερά, αναφτερουγίζω 2. ανοίγω, λαναρίζω, ξανταίνω (πούπουλα, μαλλί, βαμβάκι) η πράξη: αναφουφούδιασμα κ. λιασμα …   Dictionary of Greek

  • διαξαίνω — (Α διαξαίνω) [ξαίνω] 1. (για μαλλί) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. (για σάρκες) σχίζω, ξεσχίζω, κατασπαράζω αρχ. 1. εκκαθαρίζω, ξεπλένω 2. χτενίζω και δίνω ωραίο σχήμα στα μαλλιά μου 3. διέρχομαι, διασχίζω …   Dictionary of Greek

  • καταξαίνω — (AM) καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τούς... πλόκους κόμης καταξήνωσι Παρνασσοῡ πλάκες», Ευρ.) αρχ. 1. (συν. για έριο) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. φθείρω, καταστρέφω (α. «νόσοι καταξαίνουσιν ὅλα δι ὅλων», Φίλ. β. «ὅπλα κατεξάνθαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λανάρισμα — Στάδιο επεξεργασίας του μαλλιού. Βλ. λ. νηματουργία. * * * το [λαναρίζω] (κλωστοϋφ.) μέθοδος κατεργασίας νημάτων κατά την οποία οι ίνες που τά αποτελούν διαχωρίζονται, καθαρίζονται και παραλληλίζονται μεταξύ τους …   Dictionary of Greek

  • λαναριστήρι — και λαναριστήριο(ν), το [λαναρίζω] 1. το εργαστήριο τού λαναρά 2. εργοστάσιο ή τμήμα εργοστασίου στο οποίο γίνεται το λανάρισμα …   Dictionary of Greek

  • ξαίνω — (ΑΜ ξαίνω) (σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να τό καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για εκείνους που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”